διμοιρίας

διμοιρίας
διμοιρίᾱς , διμοιρία
double share
fem acc pl
διμοιρίᾱς , διμοιρία
double share
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διμοιρίτης — ο (AM διμοιρίτης) [διμοιρία] αρχηγός διμοιρίας νεοελλ. στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία μσν. διμορῑται ονομασία τών οπαδών τού αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας αρχ. αυτός που παίρνει διπλό μισθό …   Dictionary of Greek

  • ημιδιμοιρία — η στρ. δύναμη μισής διμοιρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + διμοιρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό Ασκήσεων Πεζικού] …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • διμοιρίτης — ο ο επικεφαλής αξιωματικός της διμοιρίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”